Από το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 1083/1980 την υπ’ αριθμ. 289/1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, το άρθρο 296 ΑΚ και τα άρθρα 110, 111 και 112 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝακ), συνάγεται ότι ο ανατοκισμός των οφειλόμενων σε τραπεζικούς ή άλλους πιστωτικούς οργανισμούς ληξιπρόθεσμων τόκων, δικαιοπρακτικών ή νομίμων, δεδουλευμένων ή μη, ακόμα δε και τέτοιων επί οριστικού καταλοίπου αλληλοχρέου λογαριασμού, μπορεί να γίνει από την πρώτη μέρα της καθυστερήσεως χωρίς οποιονδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό.
Ο ανατοκισμός όμως δεν μπορεί να γίνει αυτοδικαίως ή με σχετική μονομερή δήλωση της δανείστριας Τράπεζας, αλλά με σχετική συμφωνία μεταξύ του δανειστή και οφειλέτη, όπως έκρινε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ολΑΠ 8/1998 και 9/1998).
Ωστόσο, αλλαγές στην ως άνω ρύθμιση επέφερε ο νόμος 2601/1998 που σύμφωνα με το άρθρο 20 αυτού, άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από την 15/4/1998. Στο άρθρο 12 του νόμου αυτού, ορίστηκε ότι από καθυστέρηση οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη μέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων, είτε για συμβάσεις αλληλοχρέου λογαριασμού και το προσωρινό ή οριστικό κατάλοιπ αυτού.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του Εισαγωγικού Νόμου ΑΚ. Εάν δηλαδή δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του αστικού Κώδικα και του Εισαγωγικού Νόμου. Υφιστάμενες συμφωνίες περί ανατοκισμού για συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού εξακολουθούν να ισχύουν. Εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, γίνεται αυτοδίκαια ανατοκισμός ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο.
Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και στις οφειλές για καθυστερούμενους τόκους από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων που έχουν καταγγελθεί ή οι εξ αυτών λογαριασμοί έχουν κλείσει από την έναρξη ισχύος του Ν. 1083/1980 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου παρ. 4.
Με τον νόμο αυτό ορίστηκε ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν όσα κρίθηκαν τελεσιδίκως ή ρυθμίστηκαν με συμβιβασμό ή αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών, αναφορικά με συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, μέσχι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επί προυφισταμένων του ν. 2601/1998 συμβάσεων δανείου, που έχουν καταγγελθεί μέχρι τη δημοσίευσή του, εάν δεν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού, γίνεται αυτοδικαίως ανατοκισμός των καθυστερούμενων τόκων ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο. Για το ίδιο θέμα του ανατοκισμού τόκων έχουν εκδοθεί αρκετές αποφάσεις του Αρείου Πάγου (μεταξύ των οποίων ενδεικτικά οι ΟλΑΠ 13/2006, Α 222/2006, ΑΠ 478/2006, ΑΠ 579/2006).
Leave a Reply